Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σε επίπεδο ΕΕ έφτασε το 23,0% το 2022.

Σε σύγκριση με το 2021, αυτό αντιπροσωπεύει αύξηση 1,1 ποσοστιαίες μονάδες.

Η οδηγία για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναθεώρησε προς τα πάνω τον στόχο της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για το 2030 από 32% σε 42,5% (με στόχο να τον αυξήσει στο 45%). Ως εκ τούτου, οι χώρες της ΕΕ πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για συλλογική συμμόρφωση με τον νέο στόχο της ΕΕ για το 2030, ο οποίος απαιτεί αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της ΕΕ κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες.

Σύμφωνα με τη Eurostat, η Σουηδία προηγείται μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με σχεδόν τα δύο τρίτα (66,0%) της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας το 2022 να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές.

Η Σουηδία βασιζόταν κυρίως σε υδροηλεκτρικά, αιολικά, στερεά και υγρά βιοκαύσιμα, καθώς και σε αντλίες θερμότητας. Ακολούθησε η Φινλανδία (47,9%), βασιζόμενη επίσης σε υδροηλεκτρικά, αιολικά και στερεά βιοκαύσιμα, μπροστά από τη Λετονία (43,3%), η οποία εξαρτιόταν κυρίως από την υδροηλεκτρική. Και η Δανία (41,6%), ακολουθούμενη από την Εσθονία (38,5%), πήρε τις περισσότερες από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από αιολικά και στερεά βιοκαύσιμα. Η Πορτογαλία (34,7%) βασιζόταν σε στερεά βιοκαύσιμα, αιολικές, υδροηλεκτρικές και θερμικές αντλίες, ενώ η Αυστρία (33,8%) χρησιμοποιούσε κυρίως υδροηλεκτρικά και στερεά βιοκαύσιμα.

Τα χαμηλότερα ποσοστά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καταγράφηκαν στην Ιρλανδία (13,1%), στη Μάλτα (13,4%), στο Βέλγιο (13,8%) και στο Λουξεμβούργο (14,4%).

Συνολικά, 17 από τα 27 μέλη της ΕΕ ανέφεραν μερίδια κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ του 23,0% το 2022.