Η ενέργεια για θέρμανση και ψύξη αποτελεί περίπου το ήμισυ της συνολικής ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας της ΕΕ.

Το 2022, το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στη θέρμανση και την ψύξη συνέχισε να αυξάνεται, με τον μέσο όρο της ΕΕ να ανέρχεται στο 24,8%, αυξημένος κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες από το 2021 (23,0%).

Σύμφωνα με τη Eurostat, η Σουηδία πρωτοστάτησε όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη, με μερίδιο 69,3%, ακολουθούμενη από την Εσθονία (65,4%). Και οι δύο χώρες χρησιμοποιούν κυρίως βιομάζα και αντλίες θερμότητας. Ακολουθούν η Λετονία (61,0%), η οποία βασίζεται κυρίως στη βιομάζα.

Αντίθετα, τα χαμηλότερα μερίδια ανανεώσιμων πηγών θέρμανσης και ψύξης καταγράφηκαν στην Ιρλανδία (6,3%), στην Ολλανδία (8,6%) και στο Βέλγιο (10,4%).

Σε σύγκριση με το 2021, τις μεγαλύτερες αυξήσεις κατέγραψαν η Μάλτα (+5,2 π.μ.), το Λουξεμβούργο (+2,5 π.μ.) και η Ιρλανδία (+1,4 π.μ.). Στην άλλη άκρη της κλίμακας, μειώσεις καταγράφηκαν στην Αυστρία (-2,4 π.μ.), στη Σλοβενία ​​(-1,2 π.μ.) και στην Κύπρο (-1,0 π.μ.). 

Σε απόλυτες τιμές, η ακαθάριστη τελική κατανάλωση ανανεώσιμης ενέργειας για σκοπούς θέρμανσης και ψύξης στην ΕΕ αυξήθηκε σταδιακά με την πάροδο του χρόνου, κυρίως λόγω της συμβολής της βιομάζας και των αντλιών θερμότητας. 

Σε διάστημα 10 ετών, το μέσο μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές για θέρμανση και ψύξη αυξήθηκε από 18,6% σε 24,8% (+6,2 π.μ.). Ωστόσο, απαιτείται μεγάλη ώθηση για την επίτευξη των νέων στόχων που εισήγαγε η Οδηγία 2023/2413 της ΕΕ της 18ης Οκτωβρίου 2023 για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (RED III). 

Αυτή η οδηγία απαιτεί από τις χώρες της ΕΕ να αυξήσουν το μέσο ετήσιο μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη κατά τουλάχιστον 0,8 π.μ. από το 2021 έως το 2025 και κατά τουλάχιστον 1,1 π.μ. από το 2026 έως το 2030.

Εττικέτες:
ΑΠΕ