Εγκρίθηκε η εφαρμογή του Προγράμματος επιτήρησης του ιού του Πυρετού του Δυτικού Νείλου (ΠΔΝ) στα ιπποειδή, στα άγρια πτηνά της χώρας και σε άλλα ευαίσθητα στον ιό του ΠΔΝ ζώα.

Το Πρόγραμμα έχει ως σκοπό τη διερεύνηση, στα ιπποειδή, τα άγρια πτηνά και σε άλλα ευαίσθητα στον ιό του ΠΔΝ ζώα, της κυκλοφορίας του ιού του ΠΔΝ.

Η εφαρμογή του Προγράμματος αποσκοπεί στον προσδιορισμό:

α) της πιθανής προέλευσης και των δεξαμενών (reservoirs) του ιού, ιδίως στα άγρια πτηνά,

β) των γεωγραφικών περιοχών της χώρας που αποτελούν περιοχές υψηλού κινδύνου, των περιοχών όπου το νόσημα είναι πιθανό να γίνει ενδημικό, λόγω διατήρησης του ιού σε γηγενείς πληθυσμούς άγριων πτηνών, και των περιοχών όπου συμβαίνει αφανής κυκλοφορία του ιού (παρουσία του ιού χωρίς κλινικά συμπτώματα σε ανθρώπους ή ζώα).

Αξιολογώντας τα αποτελέσματα της επιτήρησης, καθώς και κάθε άλλο διαθέσιμο σχετικό στοιχείο (π.χ. πληροφορίες εντομοεπιτήρησης), οι αρμόδιες αρχές για την επιτήρηση του ιού του ΠΔΝ, τόσο στον άνθρωπο όσο και στα ζώα, μπορούν να εκτιμήσουν τη γεωγραφική έκταση της επιδημίας και να προσαρμόσουν ανάλογα τα υφιστάμενα μέτρα ελέγχου επιτήρησης και πρόληψης της νόσου, για τη διασφάλιση της Δημόσιας Υγείας και της Υγείας των Ζώων.

Γενικές πληροφορίες για το νόσημα

Δεξαμενή της νόσου στη φύση: Κυρίως άγρια πτηνά που ανήκουν σε διάφορα είδη.

Μετάδοση: Κυρίως μέσω τσιμπήματος μολυσμένων κουνουπιών (διάφορα είδη). Έχουν αναφερθεί και άλλοι τρόποι μετάδοσης (δευτερεύοντες), όπως μέσω κροτώνων. Στον άνθρωπο, σε πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων, έχει αναφερθεί μετάδοση του ιού με μεταμόσχευση οργάνου, μετάγγιση αίματος και σπάνια από τη μητέρα στο έμβρυο (συγγενής λοίμωξη). Οριζόντια μετάδοση έχει αναφερθεί (πειραματικά) στα πτηνά.

Τα κουνούπια προσλαμβάνουν τον ιό όταν τσιμπήσουν μολυσμένα πτηνά και εν συνεχεία μπορούν να τον μεταδώσουν σε άλλα πτηνά ή θηλαστικά (ανθρώπους, ιπποειδή, καθώς και διάφορα άλλα είδη ζώων). Τα θηλαστικά (και ο άνθρωπος) θεωρούνται αδιέξοδοι ξενιστές (dead-end hosts) διότι η ιαιμία που εμφανίζουν όταν μολύνονται είναι περιορισμένη σε βαθμό που δεν αποτελεί κίνδυνο μετάδοσης του ιού με κουνούπια ώστε να συμβάλλουν στη συνέχιση της εξάπλωσης του ιού.

Χρόνος επώασης: 3-15 ημέρες

Κλινικά συμπτώματα που μπορεί να παρατηρηθούν σε ιπποειδή: Η μόλυνση στα ιπποειδή είναι συνήθως αφανής (υποκλινική). Όταν εμφανίζονται κλινικά συμπτώματα αυτά μπορεί να είναι: ανορεξία, πυρετός, άσκοπη περιπλάνηση, κατάπτωση, σπασμοί, τρέκλισμα (αστάθεια στο βάδισμα-αταξία), κυκλικές κινήσεις, μυοκλονίες (συχνά στους μύες κεφαλής και τραχήλου, αλλά και στο υπόλοιπο σώμα), αδυναμία κατάποσης, παράλυση της γλώσσας, αδυναμία των άκρων (συνήθως οπίσθιων), μερική παράλυση-μερικές φορές έως και πλήρης παράλυση, διαταραχές όρασης ή/και ακοής, κινήσεις πίεσης της κεφαλής, τρισμός των δοντιών, κώμα-θάνατος.

Διαφορική Διάγνωση: Λύσσα, λοιπές ιογενείς εγκεφαλίτιδες-εγκεφαλομυελίτιδες των ιπποειδών, εγκεφαλίτιδα από ερπητοϊό, εγκεφαλίτιδα από παράσιτα, αλλαντίαση, υποκαλιαιμία, τοξικώσεις κ.λπ.

Θεραπεία-Πρόληψη: Εφαρμόζεται υποστηρικτική θεραπεία, ανάλογα με τα συμπτώματα που εμφανίζουν τα προσβεβλημένα ζώα. Για την πρόληψη της νόσου στα ζώα μπορούν να εφαρμοστούν εντομοκτονίες στις εγκαταστάσεις σταβλισμού ή πέριξ αυτών σε περιοχές που αποτελούν βιότοπους κουνουπιών, εφαρμογή εντομοαπωθητικών στα ζώα ή εμβολιασμός.

Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το νόσημα και την εφαρμογή του Προγράμματος θα βρείτε ΕΔΩ.