Βασικές πληροφορίες για την καλλιέργεια, τις ιδιότητες και το εμπόριο του φυτού.

Ο Λυκίσκος (Humulus lupulus) είναι πολυετές φυτό, που αναρριχάται με περιστροφές των αναπτυσσομένων κληματοειδών, χωρίς έλικες, βλαστών. Κάθε χρόνο ανανεώνεται όλο το υπέργειο τμήμα του με νέους βλαστούς που φθάνουν τα 5-6 μέτρα περιστρεφόμενοι στα στηρίγματα που του προσφέρονται, σχοινιά ή σύρματα.

Απαραίτητο συστατικό στην παρασκευή μπύρας για περισσότερα από 1.000 χρόνια, ο λυκίσκος έχει χρησιμοποιηθεί για ιατρική χρήση από τους μεσαιωνικούς χρόνους.

Σήμερα, οι βοτανολόγοι και οι κατασκευαστές συμπληρωμάτων διατροφής ισχυρίζονται ότι η προσθήκη λυκίσκου σε μια δίαιτα μπορεί να βελτιώσει τη συνολική υγεία και ακόμη και να αποτρέψει ορισμένες ασθένειες.

Ο λυκίσκος είναι από τα πιο ταχυφυή φυτά. Μέσα σε λίγους μήνες μπορεί και αναπτύσσει τεράστια φυτική μάζα, γι' αυτό είναι πολύ απαιτητικό φυτό σε φως, θρεπτικά συστατικά και νερό. Ο λυκίσκος προτιμά τα βαθιά, πολύ πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, ελαφρά εδάφη, ενώ ανέχεται ευρέα όρια pH, από 6 μέχρι 8.

Η εγκατάσταση της φυτείας γίνεται την άνοιξη μόλις περάσουν οι κίνδυνοι των παγετών. Ο λυκίσκος προσβάλλεται από πολλές ασθένειες. Οι σοβαρότερες είναι το ωίδιο και ο ψευδοπερονόσπορος. Η πρώτη αντιμετωπίζεται με θειάφι και η δεύτερη με σκευάσματα χαλκού.

Με την λέξη «λυκίσκος» περιγράφονται οι ακόλουθες τρεις ομάδες προϊόντων:

  • κώνοι λυκίσκου, νωποί ή αποξηραμένοι,
  • λυκίσκος αλεσμένος ή σε μορφή σβόλων,
  • εκχυλίσματα λυκίσκου.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν περίπου 2.600 γεωργικές εκμεταλλεύσεις που καλλιεργούν λυκίσκο, οι οποίες καλύπτουν 26.500 εκτάρια, δηλαδή το 60 % της συνολικής έκτασης που χρησιμοποιείται για τη καλλιέργεια λυκίσκου παγκοσμίως.

Ο λυκίσκος καλλιεργείται σε 14 χώρες της ΕΕ. Στη Γερμανία χρησιμοποιούνται περίπου 17.000 εκτάρια για την καλλιέργεια λυκίσκου, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 60 % της έκτασης της ΕΕ που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια λυκίσκου και το ένα τρίτο περίπου της αντίστοιχης παγκόσμιας έκτασης. Οι υπόλοιποι κύριοι παραγωγοί της ΕΕ είναι η Τσεχία, η Πολωνία και η Σλοβενία.

Σε όλο τον κόσμο, αλλά ιδίως στην Ευρώπη, η έκταση στην οποία καλλιεργείται λυκίσκος μειώνεται, μεταξύ άλλων λόγω της αύξησης της απόδοσης σε α-οξύ και της μείωσης της χρήσης του στην μπύρα. Το α-οξύ είναι το συστατικό του λυκίσκου που δίνει στην μπύρα την πικράδα της και άλλα γευστικά στοιχεία.

Παραγωγή

Η ΕΕ παράγει περίπου 50.000 τόνους λυκίσκου ετησίως. Η απόδοσή του σε α-οξύ υπερβαίνει τακτικά τους 5.000 τόνους.

Η ετήσια παγκόσμια παραγωγή λυκίσκου κυμαίνεται μεταξύ 80.000 και 100.000 τόνων, ποσότητα που αντιστοιχεί σε 8.000 έως 10.000 τόνους α-οξέως. Η ζήτηση α-οξέως εκτιμάται σε 8.000 τόνους περίπου, με βάση το ότι χρειάζονται κατά μέσο όρο 4,1 γραμμάρια ανά εκατόλιτρο μπύρας. Η περιεκτικότητα σε λυκίσκο ποικίλλει ανάλογα με το είδος της μπύρας - ιδίως το πόσο πικρή είναι - και την ποικιλία του λυκίσκου που χρησιμοποιείται. Λόγω της τεχνολογικής προόδου και της αυξανόμενης προτίμησης των καταναλωτών για λιγότερο πικρές μπύρες, η περιεκτικότητα σε λυκίσκο μειώνεται κάθε χρόνο (το 1995 χρειάζονταν 6,3 γραμμάρια α-οξέως ανά εκατόλιτρο).

Παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια παραγωγή μπύρας αυξάνεται συνεχώς, η ζήτηση α-οξέως δεν αυξάνεται ιδιαίτερα. Δεδομένου ότι σήμερα η προσφορά ξεπερνά τη ζήτηση, οι μέσες τιμές τόσο στην αγορά συμβάσεων όσο και στην ελεύθερη αγορά παραμένουν αρκετά χαμηλές.

Εξωτερικό εμπόριο

Η ΕΕ - και ειδικότερα η Γερμανία - είναι ένας από τους κόμβους της παγκόσμιας αγοράς λυκίσκου. Όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο, η ΕΕ είναι παραδοσιακά καθαρός εξαγωγέας. Τα τελευταία χρόνια, το πλεόνασμα έφτασε περίπου τους 20.000 τόνους ισοδυνάμων κώνων. Ο κύριος αγοραστής είναι η Ρωσία, ακολουθούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ιαπωνία.

Όλες εκτός από μία οι χώρες καλλιέργειας λυκίσκου της ΕΕ συμμετέχουν στη διεθνή σύμβαση για την καλλιέργεια λυκίσκου, η οποία αποσκοπεί στην προώθηση της ανταλλαγής πληροφοριών, τόσο μεταξύ των ίδιων των παραγωγών όσο και μεταξύ των παραγωγών και των άλλων παραγόντων του τομέα (έμποροι και ζυθοποιοί).