Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έχουν καλύψει σημαντικά το χάσμα στην επίτευξη των στόχων για την ενέργεια και το κλίμα για το 2030, σύμφωνα με την αξιολόγηση των εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι χώρες της ΕΕ βελτίωσαν σημαντικά τα σχέδιά τους μετά από τις συστάσεις της Επιτροπής τον Δεκέμβριο του 2023. Ως εκ τούτου, η ΕΕ συλλογικά προσεγγίζει τον στόχο της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55%, όπως προβλέπεται στο ευρωπαϊκό νομοθέτημα για το κλίμα, και πλησιάζει να φτάσει το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε τουλάχιστον 42,5%.
Η αξιολόγηση της Επιτροπής δείχνει ότι η ΕΕ βρίσκεται επί του παρόντος σε πορεία μείωσης των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά περίπου 54% έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, εάν τα κράτη μέλη εφαρμόσουν πλήρως τα υφιστάμενα και τα προγραμματισμένα εθνικά μέτρα και τις πολιτικές της ΕΕ.
Στο τρέχον γεωπολιτικό πλαίσιο, καταδεικνύεται ότι η ΕΕ παραμένει προσηλωμένη στις δεσμεύσεις της για το κλίμα, επενδύοντας με αποφασιστικότητα στη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας και δίνοντας προτεραιότητα στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και στην κοινωνική διάσταση.
Η αξιολόγηση της Επιτροπής συνιστά τη βάση της συζήτησης για τα επόμενα βήματα στην πορεία της ΕΕ προς την απανθρακοποίηση με ορίζοντα το 2040 και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.
Η Επιτροπή θα εντείνει τη συνεργασία με τα κράτη μέλη ώστε να καλυφθούν τα κενά που απομένουν και θα προσφέρει πρόσθετη καθοδήγηση.
Προτίθενται η ΕΕ και τα κράτη μέλη της να επιτύχουν τους δεσμευτικούς ενεργειακούς και κλιματικούς στόχους της ΕΕ για το 2030;
Από την αξιολόγηση των τελικών εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) από την Επιτροπή προκύπτει ότι, συνολικά, τα κράτη μέλη παρουσίασαν σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση μετα προσχέδιά τους σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής, αυξάνοντας τη φιλοδοξία. Συλλογικά, η ΕΕ πλησιάζει στην επίτευξη του στόχου μείωσης των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% για το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, όπως έχει δεσμευτεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομοθετήματος για το κλίμα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των κρατών μελών, οι καθαρές εκπομπές θα μειωθούν κατά περίπου 54 % έως το 2030, εάν οι υφιστάμενες πολιτικές και τα μέτρα, καθώς και εκείνα που καθορίζονται στα ΕΣΕΚ, εφαρμοστούν παράλληλα με τις πολιτικές της ΕΕ.
Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν κενά φιλοδοξίας σε όλους τους τομείς. Οι εκπομπές από τομείς που καλύπτονται από τον κανονισμό για τον επιμερισμό των προσπαθειών (ESR) —όπως οι μεταφορές, τα κτίρια, η γεωργία, η μικρή βιομηχανία και τα απόβλητα— προβλέπεται να μειωθούν κατά περίπου 38 % έως το 2030, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2005. Αυτό καταδεικνύει σημαντική πρόοδο σε σχέση με τα προσχέδια και στην πορεία προς την επίτευξη του στόχου της ΕΕ για 40%. Πέντε από τα 23 σχέδια που αξιολογήθηκαν προβλέπουν, ωστόσο, απόκλιση από τον εθνικό στόχο του κανονισμού για τον επιμερισμό των προσπαθειών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερη δράση στα εν λόγω κράτη μέλη.
Όσον αφορά τον τομέα της χρήσης γης, της αλλαγής χρήσης γης και της δασοπονίας (LULUCF),εξακολουθεί να υπάρχει χάσμα περίπου 45-60 εκατ. τόνων ισοδυνάμου CO2,παρά το γεγονός ότι αρκετά κράτη μέλη έχουν εντείνει τις προσπάθειές τους σε σύγκριση με τα προσχέδια. Αυτό ισούται με το 100-140 % του στόχου για το 2030 για παραγωγή επιπλέον 42 εκατ. τόνων ισοδυνάμου CO2 καθαρών απορροφήσεων, σε σύγκριση με τον ετήσιο μέσο όρο κατά την περίοδο αναφοράς 2016-2018. 9 κράτη μέλη (έναντι 5 στα προσχέδια) σχεδιάζουν τώρα να επιτύχουν τους στόχους τους στον τομέα LULUCF, ωστόσο τα κράτη μέλη πρέπει ακόμη να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να παραμείνουν σε καλό δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Διαθέτουν διάφορα εργαλεία για την αντιμετώπιση αυτού του χάσματος, μεταξύ άλλων μέσω των ταμείων της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής και των κρατικών ενισχύσεων.
Τα κράτη μέλη έχουν ευθυγραμμίσει ως επί το πλείστον τους στόχους τους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με τον δεσμευτικό στόχο της ΕΕ για 42,5 % έως το 2030, καθώς τα δύο τρίτα των κρατών μελών αύξησαν τη φιλοδοξία τους. Με έλλειμμα φιλοδοξίας μόλις 1,5 %, εάν τα κράτη μέλη υλοποιήσουν τις πιο φιλόδοξες προβλέψεις τους, η ΕΕ έχει τη δυνατότητα να υπερβεί τον στόχο. Επίκεντρο θα είναι πλέον η υλοποίηση αυτών των προβλέψεων και η διασφάλιση ότι η ΕΕ και τα κράτη μέλη θα εκπληρώσουν τις δεσμεύσεις τους.
Όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση, τα τελικά σχέδια δείχνουν πρόοδο που ισοδυναμεί με συνολική μείωση της τελικής κατανάλωσης κατά 8,1 %, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει κενό 31,1 εκατ. ΤΙΠ. Αυτό απαιτεί πιο αποφασιστική δράση για τη μείωση της ζήτησης ενέργειας ώστε να επιτευχθεί ο στόχος της ΕΕ για 11,7 %. Οι συνεισφορές των κρατών μελών είναι σε πολλές περιπτώσεις πιο φιλόδοξες από τις εθνικές προβλέψεις που δείχνουν δέσμευση για την επίτευξη του στόχου για το 2030. Τα τελικά σχέδια δείχνουν επίσης σαφή βελτίωση με πρόσθετη συνεισφορά άνω των 20 εκατ. ΤΙΠ σε σύγκριση με τα προσχέδια.
Ποια είναι άλλα βασικά στοιχεία της αξιολόγησης των ΕΣΕΚ σε επίπεδο ΕΕ;
Η αξιολόγηση των τελικών ΕΣΕΚ από την Επιτροπή πραγματοποιείται σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η ΕΕ επικεντρώνεται στην επίτευξη μιας ισχυρότερης, βιώσιμης και ασφαλούς οικονομίας που λειτουργεί προς όφελος των πολιτών και των επιχειρήσεων, διασφαλίζοντας την κοινωνική δικαιοσύνη, την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία.
Η αξιολόγηση καλύπτει όλες τις διαστάσεις της Ενεργειακής Ένωσης: απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές (συμπεριλαμβανομένης της προσαρμογής και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας), ενεργειακή απόδοση, ενεργειακή ασφάλεια και εσωτερικές αγορές ενέργειας, καθώς και έρευνα, καινοτομία και ανταγωνιστικότητα. Αντιμετωπίζει επίσης σημαντικά οριζόντια ζητήματα, όπως η δίκαιη μετάβαση, οι επενδυτικές ανάγκες και οι στρατηγικές για την προσέλκυση των αναγκαίων χρηματοδοτικών πόρων.
Από την αξιολόγηση προκύπτει σημαντική πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων μας για το κλίμα και την ενέργεια για το 2030 σε σύγκριση με τα προσχέδια. Αυτό καταδεικνύει την αξία της επαναληπτικής και συνεργατικής διαδικασίας μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών της ΕΕ. Η πρόοδος αυτή θέτει την ΕΕ σε σταθερή βάση στηρίζοντας τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050 και το ευρύτερο πλαίσιο, συνδέοντας την ενεργειακή αυτονομία, την ανταγωνιστικότητα και τη μειωμένη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Τα τελικά ΕΣΕΚ δείχνουν ενισχυμένη ενεργειακή ασφάλεια μέσω της μείωσης της εξάρτησης από το φυσικό αέριο και της διαφοροποίησης των πηγών ενεργειακού εφοδιασμού. Ωστόσο, η αλλαγή αυτή απαιτεί πιο συγκεκριμένα σχέδια και σημαντικές αναβαθμίσεις των υποδομών για τη στήριξη της μετάβασης. Αυτό περιλαμβάνει την προσαρμογή των συστημάτων για την αντιμετώπιση της ολοένα και πιο μεταβλητής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και την αντιμετώπιση των εξελισσόμενων απειλών, όπως η κλιματική αλλαγή και η κυβερνοασφάλεια. Η μετάβαση σε ένα πιο πράσινο και ανθεκτικό ενεργειακό σύστημα απαιτεί αύξηση του μεριδίου των εγχώριων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας — κάτι που απαιτεί επενδύσεις σε υποδομές.
Όσον αφορά την εσωτερική αγορά ενέργειας, υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών και του τρόπου διασύνδεσής τους. Τα κράτη μέλη έχουν λάβει μέτρα για την προώθηση μεγαλύτερης ευελιξίας της αγοράς, τη στήριξη της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη σταθεροποίηση των αγορών. Απαιτούνται πρόσθετα μέτρα για την ενίσχυση των διασυνοριακών διασυνδέσεων, την εμβάθυνση της ολοκλήρωσης της αγοράς και την άρση των φραγμών της αγοράς που εμποδίζουν τους παρόχους υπηρεσιών.
Στα τελικά σχέδια δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, τις καθαρές τεχνολογίες και την καινοτομία και τα κράτη μέλη επέδειξαν σαφή βούληση να επιταχύνουν τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας. Αυτές αντικατοπτρίζουν την αυξανόμενη προσοχή στην ανθεκτικότητα των αλυσίδων εφοδιασμού και την προώθηση της καινοτομίας και των δεξιοτήτων. Παρά την πρόοδο αυτή, πολλά σχέδια δεν έχουν επαρκώς συγκεκριμένους ή εφαρμόσιμους στόχους σε αυτούς τους τομείς.
Υπάρχουν σημαντικές βελτιώσεις στις επενδυτικές εκτιμήσεις και περίπου τα μισά τελικά σχέδια αναγνωρίζουν τη σημασία της σταδιακής κατάργησης των επιδοτήσεων ορυκτών καυσίμων, αλλά λίγα παρέχουν σαφή επισκόπηση των εν λόγω επιδοτήσεων ή χρονοδιάγραμμα με συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή κατάργησή τους.
Η ανάγκη δίκαιης μετάβασης για όλους, η ενεργειακή φτώχεια και οι απαιτούμενες δεξιότητες εξετάζονται στα τελικά σχέδια. Ωστόσο, δεν υπάρχει διεξοδική ανάλυση των επιπτώσεων του συστήματος εμπορίας εκπομπών της ΕΕ για την καύση καυσίμων σε κτίρια, οδικές μεταφορές και πρόσθετους τομείς (ΣΕΔΕ2), συγκεκριμένα μέτρα μετριασμού και πληροφορίες σχετικά με τα κοινωνικά σχέδια για το κλίμα, ώστε να διασφαλιστεί η κοινωνική δικαιοσύνη και να στηριχθούν οι πλέον ευάλωτοι. Τα σχέδια αυτά αναμένεται να υποβληθούν από τα κράτη μέλη έως τον Ιούνιο, περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο θα προστατεύσουν τα ευάλωτα νοικοκυριά και κοινότητες κατά τη διάρκεια της μετάβασης με χρηματοδότηση από το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα.
Παρά τους κλιματικούς κινδύνους στην Ευρώπη, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή δεν αντιμετωπίζεται με συνέπεια σε όλα τα τελικά σχέδια, καθώς μόνο ορισμένα κράτη μέλη ενσωματώνουν πλήρως μέτρα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ετοιμότητας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η αξιολόγηση της Επιτροπής επισημαίνει επίσης βασικούς τομείς στους οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν τα μεγαλύτερα επιτεύγματα όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών και την εξοικονόμηση ενέργειας χάρη στη διαθέσιμη δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση, όπως οι επενδύσεις σε καθαρότερες μεταφορές και οι ανακαινίσεις κτιρίων.
Η απαλλαγή των συστημάτων μεταφορών από τις ανθρακούχες εκπομπές, για την οποία πολλά κράτη μέλη εργάζονται θετικά μέσω πρωτοβουλιών που επισημαίνονται στα ΕΣΕΚ, περιλαμβάνει ηλεκτρικά δημόσια λεωφορεία, αναβαθμισμένα σιδηροδρομικά δίκτυα και ποδηλατικές υποδομές. Η απαλλαγή του κτιριακού τομέα από τις ανθρακούχες εκπομπές στα τελικά σχέδια περιλαμβάνει τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων στη θέρμανση και τις σχετικές επιδοτήσεις, καθώς και τις ριζικές ανακαινίσεις κτιρίων με τις χειρότερες επιδόσεις, για παράδειγμα μέσω πρωτοβουλιών για τη σταδιακή κατάργηση των κινήτρων για λέβητες ορυκτών καυσίμων και μέτρων για τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος εσωτερικών χώρων στα κτίρια. Τα εθνικά σχέδια ανακαίνισης κτιρίων που θα υποβληθούν ως προσχέδιο έως το τέλος του 2025 θα προσφέρουν μεγαλύτερη φιλοδοξία.
Συνολικά, η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και καθαρές υποδομές μπορεί να δημιουργήσει χιλιάδες θέσεις εργασίας, μειώνοντας παράλληλα την εξάρτησή μας από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.
Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της βρίσκονται σε πορεία επίτευξης του στόχου τους για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050 και επίτευξης των δεσμεύσεών τους στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού;
Στην έκθεση προόδου του 2024 σχετικά με τη δράση για το κλίμα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, ενώ οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μειώνονται και η δράση είναι απτή, η εφαρμογή πρέπει να ενταθεί τώρα που έχει θεσπιστεί το πλαίσιο πολιτικής για το 2030, ώστε να παραμείνει σε καλό δρόμο για την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία για τις εκπομπές, έως το 2023 οι καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ είχαν μειωθεί κατά 37 % σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 68 % —αποσυνδέοντας τις εκπομπές από την οικονομική ανάπτυξη.
Η σημερινή αξιολόγηση της Επιτροπής δείχνει ότι οι προβλεπόμενες εκπομπές βρίσκονται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου του 55 % και των διεθνών δεσμεύσεών μας για το κλίμα με ορίζοντα το 2030. Μολονότι απαιτείται περαιτέρω δράση για τη γεφύρωση των τομεακών κενών, τα τελικά ΕΣΕΚ δείχνουν αυξημένη φιλοδοξία από τα κράτη μέλη της ΕΕ.
Απομένουν περαιτέρω εργασίες για την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου της ΕΕ να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το 2050 και να επιτύχει τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού. Ωστόσο, τα σημερινά αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τη σταθερή βάση πολιτικής της ΕΕ για την επίτευξη αυτού του κοινού στόχου. Ο καθορισμός ενός σαφούς κλιματικού στόχου για το 2040 τώρα θα είναι καίριας σημασίας για την καθοδήγηση των δράσεων και των επενδύσεων μετά το 2030. Αυτό θα παράσχει περαιτέρω προβλεψιμότητα για τις επενδύσεις και θα ενισχύσει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τη μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας που παρουσιάζεται στα σχέδια.
Πώς είναι τα τελικά σχέδια που διασφαλίζουν την ανταγωνιστικότητα και τις επενδύσεις της ΕΕ για τη μετάβαση;
Τα τελικά σχέδια αποτυπώνουν την ενισχυμένη εστίαση στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανθεκτικότητας της αλυσίδας εφοδιασμού της ΕΕ. Σε σύγκριση με τα σχέδια, περιλαμβάνουν πιο συγκεκριμένα μέτρα για τη στήριξη των καθαρών τεχνολογιών και σημαντικά βελτιωμένες εκτιμήσεις επενδύσεων.
Τα περισσότερα κράτη μέλη περιγράφουν εθνικές στρατηγικές και μέτρα για την έρευνα και την καινοτομία, αλλά συχνά δεν διαθέτουν συγκεκριμένους στόχους χρηματοδότησης και οδούς προς το 2030 και μετέπειτα.
Ενώ πολλά σχέδια στηρίζουν τις βιομηχανίες καθαρής τεχνολογίας και τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, συχνά δεν περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με την κλιμάκωση της μεταποίησης και τη διασφάλιση των αλυσίδων εφοδιασμού. Περιλαμβάνονται στρατηγικές κυκλικής οικονομίας για τη μείωση των εξαρτήσεων.
Η Επιτροπή αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσω πρωτοβουλιών όπως η συμφωνία για καθαρή βιομηχανία, ενθαρρύνοντας τη ζήτηση για καθαρά προϊόντα και εξορθολογισμένη αδειοδότηση για τη στήριξη μιας ανθεκτικής και βιώσιμης μετάβασης σε μηδενικές καθαρές εκπομπές.
Παρέχουν τα τελικά σχέδια επαρκή στήριξη στους πολίτες και τους καταναλωτές για τη διασφάλιση δίκαιης μετάβασης;
Η δίκαιη και ισότιμη μετάβαση είναι απαραίτητη. Τα περισσότερα κράτη μέλη εξηγούν τη δέσμευσή τους για σταδιακή κατάργηση των στερεών ορυκτών καυσίμων και συζητούν τις επιπτώσεις της μετάβασης στην απασχόληση, τις δεξιότητες και τις ανάγκες κατάρτισης. Ωστόσο, το βάθος της ανάλυσης ποικίλλει σημαντικά με ανεπαρκή μέτρα μετριασμού.
Τα κράτη μέλη αντιμετωπίζουν επίσης την ενεργειακή φτώχεια και περιγράφουν μέτρα στήριξης του εισοδήματος. Αρκετά σχέδια περιλαμβάνουν αποτελεσματικές στρατηγικές για την παροχή στήριξης σε ευάλωτες ομάδες με τη μορφή οικονομικής βοήθειας, επιδοτήσεων λογαριασμών ενέργειας και προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας για να βοηθηθούν τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.
Λίγα σχέδια περιλαμβάνουν αξιοποιήσιμα στοιχεία για τα κοινωνικά σχέδια για το κλίμα που πρέπει να υποβληθούν έως τις 30 Ιουνίου 2025. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επενδύσουν περαιτέρω στην ανάλυση των κοινωνικών επιπτώσεων του ΣΕΔΕ2, να προσδιορίσουν τις ευάλωτες ομάδες και να αξιολογήσουν τον τρόπο με τον οποίο το πλαίσιο πολιτικής που προσδιορίζεται στα ΕΣΕΚ θα συμβάλει στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχεδίων για το κλίμα.
Επενδύουν αρκετά τα κράτη μέλη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ενεργειακή απόδοση για την επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το 2030;
Τα κράτη μέλη επιδεικνύουν πολιτική βούληση ενισχύοντας τις φιλοδοξίες τους για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει κενό φιλοδοξίας της τάξης του 1,5 %. Μολονότι έχουν ληφθεί μέτρα για την επιτάχυνση της αδειοδότησης και την προώθηση έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, απαιτείται επείγουσα δράση για τη μετατροπή των προβλέψεων σε απτά αποτελέσματα. Εάν τα κράτη μέλη υλοποιήσουν τα πιο φιλόδοξα έργα τους, ο στόχος του 42,5 % είναι εφικτός.
Τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν θέσει στόχους για το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στον τομέα της θέρμανσης και της ψύξης σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις και πολλά κράτη μέλη έχουν συμπεριλάβει ειδικό στόχο για τα ανανεώσιμα καύσιμα μη βιολογικής προέλευσης (RFNBO) για τη βιομηχανία. Στο μέλλον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προωθήσουν συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (ΣΑΗΕ) και μηχανισμούς συνεργασίας, όπως ο μηχανισμός χρηματοδότησης της ΕΕ για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, για την επίτευξη των στόχων.
Όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση, παρά τη μείωση της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας από το 2021 και τη μεγαλύτερη φιλοδοξία στα επικαιροποιημένα σχέδια, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κενά ύψους 31 εκατ. ΤΙΠ για την τελική κατανάλωση ενέργειας (FEC) και 47 εκατ. ΤΙΠ για την κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας (PEC). Τα επικαιροποιημένα σχέδια αντιστοιχούν σε σωρευτική μείωση κατά 8,1 %, σε σχέση με τον στόχο ενεργειακής απόδοσης της ΕΕ για το 2030 ύψους 11,7 % (763 εκατ. ΤΙΠ για την FEC και 992,5 εκατ. ΤΙΠ για την PEC). Τα κράτη μέλη έχουν παράσχει λεπτομερή μέτρα στήριξης και προγραμματισμένες πολιτικές για την υλοποίηση των στόχων ενεργειακής απόδοσης, αλλά η εξοικονόμηση ενέργειας πρέπει να ποσοτικοποιηθεί καλύτερα. Απαιτείται περαιτέρω δράση: Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να επιταχύνουν τα ποσοστά ανακαίνισης, να εφαρμόσουν ολοκληρωμένα εθνικά σχέδια ανακαίνισης κτιρίων και να προωθήσουν λύσεις ενεργειακής απόδοσης για την επίτευξη και την υπέρβαση των στόχων της ΕΕ.
Δίνουν τα κράτη μέλη επαρκή προτεραιότητα στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και στην ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή;
Όπως υπογραμμίζεται στην ευρωπαϊκή εκτίμηση κλιματικών κινδύνων (EUCRA) και στην ανακοίνωση για τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων, η Ευρώπη θερμαίνεται με διπλάσιο ρυθμό σε παγκόσμιο επίπεδο, με τα ακραία καιρικά φαινόμενα να αυξάνονται τα τελευταία χρόνια και τις θερμοκρασίες να αυξάνονται.
Τα ΕΣΕΚ διαδραματίζουν καίριο ρόλο στον σχεδιασμό της προσαρμογής, μεταξύ άλλων για τα ενεργειακά συστήματα. Παρά τους αυξανόμενους κλιματικούς κινδύνους, η πρόοδος όσον αφορά την αντιμετώπιση της ανθεκτικότητας και της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι άνιση μεταξύ των τελικών σχεδίων.
Λίγα τελικά σχέδια έχουν ενσωματώσει ορθά πολιτικές και μέτρα προσαρμογής, με πολύ περιορισμένες προσθήκες σύμφωνα με τις συστάσεις της Επιτροπής. Συχνά λείπουν ποσοτικές μετρήσεις των αναγκών προσαρμογής και των επιπτώσεων και των οφελών των πολιτικών προσαρμογής, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα κλιματικά τρωτά σημεία και τους κινδύνους για την Ενεργειακή Ένωση. Ορισμένα σχέδια αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στη μελλοντική διαθεσιμότητα νερού και τους κινδύνους της για τον ενεργειακό τομέα.
Η κλιμάκωση των προσπαθειών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, η βελτίωση της αξιολόγησης των κλιματικών κινδύνων και η ενσωμάτωση της αρχής της «ανθεκτικότητας εκ σχεδιασμού» σε όλες τις πολιτικές και τα μέτρα είναι υψίστης σημασίας.
Το ευρωπαϊκό σχέδιο προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, το οποίο θα υποβληθεί το 2026, θα στηρίξει τα κράτη μέλη όσον αφορά την ετοιμότητα και τον σχεδιασμό και τη διασφάλιση τακτικών επιστημονικά τεκμηριωμένων εκτιμήσεων κινδύνου.
Τα τελικά επικαιροποιημένα ΕΣΕΚ θα μειώσουν τις τιμές της ενέργειας;
Το υψηλό ενεργειακό κόστος αποτελεί σημαντική ανησυχία τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για μια ανταγωνιστική βιομηχανία, με την ενεργειακή φτώχεια να πλήττει περισσότερους από 46 εκατομμύρια Ευρωπαίους, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή ενέκρινε πρόσφατα το σχέδιο δράσης για οικονομικά προσιτή ενέργεια, το οποίο περιλαμβάνει ειδικά μέτρα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στην ΕΕ.
Τα τελικά επικαιροποιημένα ΕΣΕΚ θα συμβάλουν στη μείωση και τη σταθεροποίηση του ενεργειακού κόστους με την πάροδο του χρόνου, μεταξύ άλλων με την επιτάχυνση της ανάπτυξης καθαρής ενέργειας και την προώθηση μιας πιο συντονισμένης και ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας. Τα σχέδια αντιμετωπίζουν επίσης ρητά την ενεργειακή φτώχεια και περιέχουν ειδικές ενότητες σχετικά με τη δίκαιη μετάβαση των Ευρωπαίων καταναλωτών, καθορίζοντας εθνικές φιλοδοξίες και μέτρα σε αυτούς τους τομείς.
Τι σχεδιάζει να κάνει η Επιτροπή για να διασφαλίσει την επίτευξη των στόχων για το 2030;
Σε σύγκριση με το 2019 και τα προσχέδια των ΕΣΕΚ, τα τελικά σχέδια δείχνουν μεγαλύτερη φιλοδοξία, καθώς οι συνεισφορές για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την ενεργειακή απόδοση ευθυγραμμίζονται πλέον στενά με τους συμφωνηθέντες στόχους για το 2030.
Η επίτευξη των στόχων αυτών αποτελεί κοινή προσπάθεια και κοινή ευθύνη σε επίπεδο ΕΕ και από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ. Η Επιτροπή θα ενισχύσει τη συνεργασία με τα κράτη μέλη στηρίζοντας τις προσπάθειές τους για εφαρμογή, σύμφωνα με την καθοδήγηση που παρέχεται στη σημερινή αξιολόγηση. Θα στηρίξει επίσης τον εξορθολογισμό των διαδικασιών και τη βελτίωση της πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Η Επιτροπή έχει ήδη προτείνει διάφορες δράσεις για τη στήριξη των κρατών μελών στην κάλυψη των κενών φιλοδοξίας, συμπεριλαμβανομένων του σχεδίου δράσης για οικονομικά προσιτή ενέργεια και της συμφωνίας για καθαρή βιομηχανία, οι οποίες θα μειώσουν το ενεργειακό κόστος και θα τονώσουν την ανταγωνιστικότητα και θα απαλλάξουν τη βιομηχανία της ΕΕ από τις ανθρακούχες εκπομπές.
Όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εάν τα κράτη μέλη υλοποιήσουν πλήρως τις προβλέψεις τους, το περιορισμένο χάσμα φιλοδοξίας θα γεφυρωθεί. Η Επιτροπή θα εξορθολογίσει τη νομοθεσία, μειώνοντας τους χρόνους αδειοδότησης για την επιτάχυνση των έργων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την ενίσχυση των επενδυτικών πλαισίων. Θα στηρίξει επίσης την υιοθέτηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας επιταχύνοντας τον εξηλεκτρισμό, αυξάνοντας τη συμφωνία αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και προωθώντας λύσεις ευελιξίας. Ο εκσυγχρονισμός και η επέκταση του δικτύου θα διευκολύνουν επίσης τη μετάβαση.
Όσον αφορά την ενεργειακή απόδοση, η Επιτροπή διερευνά τρόπους δημιουργίας μιας πανευρωπαϊκής αγοράς για την ενεργειακή απόδοση, συμπεριλαμβανομένων των πιστοποιητικών εξοικονόμησης ενέργειας. Η Επιτροπή θα επικαιροποιήσει τους κανόνες της ΕΕ για την ενεργειακή επισήμανση και τον οικολογικό σχεδιασμό, θα βελτιώσει την πρόσβαση σε κεφάλαια και θα διευκολύνει τη διαθεσιμότητα χρηματοδοτικών εργαλείων μέσω του ευρωπαϊκού χρηματοδοτικού συνασπισμού για την ενεργειακή απόδοση. Σε συνεργασία με τον όμιλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η Επιτροπή θα διερευνήσει επίσης τρόπους για τη δημιουργία ενός συστήματος εγγυήσεων της ΕΕ με στόχο τον διπλασιασμό της αγοράς υπηρεσιών ενεργειακής απόδοσης. Η εφαρμογή της συμφωνίας για καθαρή βιομηχανία και του σχεδίου δράσης για οικονομικά προσιτή ενέργεια αναμένεται να ενεργοποιήσει περισσότερες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ενεργειακή απόδοση.
Όσον αφορά τον επιμερισμό των προσπαθειών και τον τομέα LULUCF, η Επιτροπή θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τα κράτη μέλη για την κάλυψη των υφιστάμενων κενών, τον εντοπισμό και την άρση τυχόν εμποδίων. Θα συνεχίσει να παρακολουθεί την ετήσια πρόοδο προς την επίτευξη και των δύο στόχων και θα ζητήσει σχέδια διορθωτικών μέτρων, όπου χρειάζεται. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίσουν την άρτια επιτόπια εφαρμογή και να εργαστούν για την κινητοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων. Για τον τομέα της γης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να υιοθετήσουν ισχυρότερες πολιτικές απορρόφησης άνθρακα, να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια με στρατηγικό τρόπο και να διερευνήσουν αγορακεντρικά εργαλεία, όπως η ανθρακοδεσμευτική γεωργία και η πιστοποίηση. Όσον αφορά τον κανονισμό για τον επιμερισμό των προσπαθειών, τα κράτη μέλη που δεν βρίσκονται σε καλό δρόμο ενθαρρύνονται να αναπτύξουν μια ορθή στρατηγική για τον συνδυασμό πρόσθετων μέτρων με τις διαθέσιμες δυνατότητες ευελιξίας. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να εφαρμόσουν ταχέως το ΣΕΔΕ2 για να διασφαλίσουν οικονομικά αποδοτικές μειώσεις των εκπομπών από τις οδικές μεταφορές και τα κτίρια και να επιταχύνουν τα συμπληρωματικά εθνικά μέτρα για την απαλλαγή αυτών των τομέων από τις ανθρακούχες εκπομπές.
Τέλος, είναι επίσης σημαντικό να αναγνωριστεί ότι τα εν λόγω επικαιροποιημένα ΕΣΕΚ οριστικοποιήθηκαν μόλις πρόσφατα και η εφαρμογή τους βρίσκεται στα αρχικά της στάδια. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η πλήρης κάλυψη των κενών και η κάλυψη των κενών είναι το σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί έμφαση τα επόμενα 1-2 χρόνια.
Εξακολουθείτε να επιβάλλετε σε όλα τα κράτη μέλη που λείπουν να υλοποιήσουν τα εκκρεμή ΕΣΕΚ τους;
Το Βέλγιο, η Εσθονία και η Πολωνία δεν έχουν ακόμη υποβάλει τα τελικά τους σχέδια. Η Επιτροπή καλεί τα τρία αυτά κράτη μέλη να το πράξουν χωρίς καθυστέρηση. Ακόμη και αν τα πρωταρχικά επίπεδα φιλοδοξίας των εν λόγω κρατών μελών έχουν συμπεριληφθεί στην αξιολόγηση της Επιτροπής, η ατομική αξιολόγηση των σχεδίων τους εξακολουθεί να είναι υποχρεωτική.
Αυτό θα συμπληρωθεί από την Επιτροπή κατά την επίσημη υποβολή τους. Επί του παρόντος, η Επιτροπή διενεργεί την ατομική αξιολόγηση του τελικού σχεδίου της Σλοβακίας, το οποίο υποβλήθηκε στις 15 Απριλίου 2025.