Τα συμπεράσματα συνιστούν άμεση απάντηση στην έκκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να προχωρήσουν οι εργασίες σχετικά με τις προϋποθέσεις, τα κίνητρα και το ευνοϊκό πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη μετάβαση σε μια κλιματικά ουδέτερη ΕΕ, σύμφωνα με τη Συμφωνία των Παρισίων.
Η οδηγία για τη φορολόγηση της ενέργειας που εγκρίθηκε το 2003 εντοπίζει ενεργειακά προϊόντα που υπόκεινται σε εναρμονισμένους κανόνες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, θέτει ελάχιστα επίπεδα φορολόγησης και διαμορφώνει προϋποθέσεις για την εφαρμογή φορολογικών απαλλαγών και μειώσεων, διασφαλίζοντας την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.
Αν και η οδηγία συνέβαλε αρχικά θετικά στην εσωτερική αγορά, οι ισχύοντες κανόνες δεν συνεισφέρουν στο νέο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ και στους στόχους πολιτικής στον τομέα του κλίματος και της ενέργειας, ενώ η τεχνολογία, οι εθνικοί φορολογικοί συντελεστές και οι ενεργειακές αγορές έχουν όλοι εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία δεκαπενταετία.
Για τον σκοπό αυτόν, το Συμβούλιο καλεί την Επιτροπή να αναλύσει και να αξιολογήσει πιθανές επιλογές για πιθανή αναθεώρηση της οδηγίας φορολόγησης της ενέργειας όπου θα αποτυπώνονται οι τρέχουσες ανάγκες της ΕΕ και των κρατών μελών. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, τα συμπεράσματα καλούν την Επιτροπή να εξετάσει ιδιαίτερα το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, τους ελάχιστους συντελεστές και τις ειδικές φορολογικές μειώσεις και απαλλαγές.
Επιπλέον, στα συμπεράσματα καλείται η Επιτροπή να επικαιροποιήσει διατάξεις, όπου ενδείκνυται, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη και να παράσχουν μεγαλύτερη βεβαιότητα και σαφήνεια κατά την εφαρμογή της, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη:
Το Συμβούλιο επισημαίνει επίσης ότι είναι σημαντικό να αξιολογηθούν πλήρως οι προτάσεις του όσον αφορά το κόστος και τα οφέλη που ενέχουν σε οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, καθώς και οι επιπτώσεις τους στην ανταγωνιστικότητα, τη συνδεσιμότητα, την απασχόληση και τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, ιδίως για τους τομείς που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στον διεθνή ανταγωνισμό.