Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, οι τρεις πρώτοι οινοπαραγωγοί αντιπροσώπευαν το 83% της παραγωγής της ΕΕ.

Η Ιταλία και η Ισπανία συνεισέφεραν σχεδόν 5,0 δισ. λίτρα η καθεμία, αντιπροσωπεύοντας μαζί το 62% της συνολικής πωλούμενης παραγωγής στην ΕΕ, ενώ η Γαλλία παρήγαγε 3,4 δισεκατομμύρια λίτρα, το 20%. 

Άλλοι παραγωγοί που υπερέβαιναν το 1% του συνόλου της ΕΕ ήταν η Γερμανία (4%), η Πορτογαλία (πάνω από 2%) και η Ουγγαρία (κάτω από 2%).

Το 2022, τα μέλη της ΕΕ εξήγαγαν 7,2 δισεκατομμύρια λίτρα κρασιού. Σχεδόν τα μισά (3,2 δισ. λίτρα, 44%) εξήχθησαν σε χώρες εκτός ΕΕ. Το μεγαλύτερο μέρος του κρασιού εξήχθη στο Ηνωμένο Βασίλειο (0,7 δισ. λίτρα 23% των εξαγωγών εκτός ΕΕ), ακολουθούμενες από τις Ηνωμένες Πολιτείες (0,7 δισ. λίτρα, 22%), τη Ρωσία (0,3 δισ. λίτρα, 9%) και τον Καναδά (0,20 δισεκατομμύρια λίτρα, 6%).

Η Ιταλία ήταν μακράν ο κορυφαίος εξαγωγέας κρασιού, με εξαγωγές 2,2 δισ. λίτρων το 2022, που αντιπροσωπεύουν το 30% των εξαγωγών κρασιού των μελών της ΕΕ. Ακολούθησαν η Ισπανία (2,1 δισ. λίτρα, 29%) και η Γαλλία (1,4 δισ. λίτρα, 19%).