Μετά τις καταστροφικές συνέπειες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Ευρώπη έλαβε αποφασιστικά μέτρα για ένα μέλλον ειρήνης και ενότητας.
Για την αποκατάσταση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού, οι έξι ιδρυτικές χώρες των τότε Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άρχισαν συνομιλίες για μια κοινή προσέγγιση στον τομέα της γεωργίας. Ο γεωργικός τομέας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική ευρωπαϊκή οικονομία αλλά είχε τα εξής χαρακτηριστικά:
Το 1962 θεσπίστηκε η ΚΓΠ με τους ακόλουθους στόχους:
Για την επίτευξη των στόχων αυτών, ετέθη σε εφαρμογή ένα οικονομικό σύστημα στήριξης των τιμών και της αγοράς. Ο μηχανισμός αυτός παρείχε στους γεωργούς εγγυημένες τιμές για τα προϊόντα τους, επέβαλε δασμούς στα εξωτερικά προϊόντα και εισήγαγε κρατική παρέμβαση σε περίπτωση πτώσης των τιμών της αγοράς. Οι γεωργοί ελάμβαναν στήριξη ανάλογα με τα συνολικά επίπεδα παραγωγής τους.
Με την πάροδο του χρόνου, έχει αυξηθεί η παραγωγή και η διαθεσιμότητα των τροφίμων. Ωστόσο, το εισόδημα των γεωργών παραμένει στάσιμο παρά τη στήριξη που έχει παρασχεθεί από την κοινή γεωργική πολιτική.
Δεδομένης της κατάστασης, ο Sicco Mansholt, τότε Επίτροπος Γεωργίας, είχε προβλέψει ότι η υπερπαραγωγή και η στήριξη των τιμών θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανισορροπίες της αγοράς.
Ως εκ τούτου, είχε προτείνει εκσυγχρονισμό ευρείας κλίμακας του γεωργικού τομέα σε μια προσπάθεια βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου των γεωργών και αποφυγής στρεβλώσεων της αγοράς.
Το σχέδιο Mansholt, η πρώτη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ, είχε ως στόχο:
Κατά τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 80, η γεωργική παραγωγή άρχισε να υπερβαίνει τη ζήτηση γεγονός το οποίο δημιούργησε πλεονάσματα όπως τα λεγόμενα «βουνά βουτύρου» και «λίμνες κρασιού». Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα τρόφιμα είτε αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ είτε επωλούντο στην παγκόσμια αγορά σε πολύ χαμηλότερες τιμές.
Για να αποφευχθεί η υπερβολική μείωση του εισοδήματος των γεωργών, η ΕΕ θέσπισε το 1984 ένα σύστημα ποσοστώσεων για προϊόντα όπως το γάλα, με σκοπό να περιορισθεί η πλεονασματική παραγωγή και να εξασφαλισθεί η διαχείριση του εφοδιασμού. Κάθε παραγωγός θα ελάμβανε ποσόστωση που θα αντιπροσώπευε την ποσότητα τροφίμων που θα μπορούσε να παράγει. Όσοι υπερέβαιναν την ποσόστωση θα έπρεπε να καταβάλουν δασμό.
Παράλληλα, σημειώθηκε όλο και μεγαλύτερη πίεση από εξωτερικούς παράγοντες που κατηγόρησαν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες για υπερπροστατευτισμό και ζήτησαν την απελευθέρωση της αγοράς.
Το 1992 θεσπίστηκε η πρώτη μεταρρύθμιση μεγάλης κλίμακας της ΚΓΠ, στόχος της οποίας ήταν η μείωση του συνολικού προϋπολογισμού και η κατάργηση του συστήματος απεριόριστων εγγυημένων τιμών.
Η πολιτική πέρασε από ένα σύστημα στήριξης της αγοράς στην άμεση εισοδηματική στήριξη των γεωργών και περιλάμβανε νέες υποχρεώσεις για τους γεωργούς όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και κίνητρα για τη βελτίωση της ποιότητας των τροφίμων.
Θεσπίστηκαν για πρώτη φορά άμεσες ενισχύσεις προς τους γεωργούς, με βάση την καλλιεργούμενη έκταση ή τον αριθμό των εκτρεφόμενων ζώων.
Σχεδόν 40 χρόνια αργότερα, ο προϋπολογισμός της ΚΓΠ εξακολουθούσε να ανέρχεται στο 50 % περίπου του συνολικού προϋπολογισμού της ΕΕ, ενώ ο γεωργικός τομέας προσέφερε λιγότερες δυνατότητες για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε σχέση με άλλους τομείς που ήταν σε άνοδο, ιδίως τον τομέα των υπηρεσιών.
Στο πλαίσιο αυτό, και με την προοπτική της επερχόμενης διεύρυνσης του 2004, το νέο πρόγραμμα «Ατζέντα 2000» οδήγησε στη δημιουργία ενός δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ αφιερωμένου στην αγροτική ανάπτυξη.
Η Ατζέντα 2000 προσέφερε μια πιο ολιστική προσέγγιση για τη γεωργία και την αγροτική ανάπτυξη με σκοπό τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της γεωργίας, την παροχή εναλλακτικών πηγών εισοδήματος στις αγροτικές περιοχές και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής στις περιοχές αυτές.
Η νέα χιλιετία δημιούργησε νέα ζητήματα για την ΚΓΠ η οποία, όχι μόνο χρειάστηκε να εξασφαλίσει την επαρκή διατροφή και την ευημερία της κοινωνίας, αλλά έπρεπε να ανταποκριθεί και σε νέους προβληματισμούς, όπως η κλιματική αλλαγή, οι συνθήκες διαβίωσης των ζώων, η ασφάλεια των τροφίμων και η βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων.
Η μεταρρύθμιση του 2013 προσπάθησε να ανταποκριθεί στις επιταγές αυτές συμπεριλαμβάνοντας:
Επιπλέον, η μεταρρύθμιση επέφερε αύξηση των δαπανών για έργα αγροτικής ανάπτυξης.
Ήταν η πρώτη φορά που η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ εγκρίθηκε με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, που θεσπίσθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας και στο πλαίσιο της οποίας το Συμβούλιο συννομοθετεί επί ίσοις όροις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Η μεταρρύθμιση της ΚΓΠ μετά το 2020 αποσκοπεί στην εισαγωγή μιας νέας στρατηγικής προσέγγισης, παρέχοντας στα κράτη μέλη την αυτονομία να καταρτίζουν στρατηγικά σχέδια με βάση τις ανάγκες τους και σύμφωνα με τους στόχους της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο μπορούν να είναι καλύτερα προσαρμοσμένα στις τοπικές ιδιαιτερότητες χωρίς να υπονομεύουν τον γενικό «κοινό» χαρακτήρα της πολιτικής.
Έχοντας υπόψη ότι η κοινή γνώμη εκφράζει όλο και μεγαλύτερες ανησυχίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τα περιβαλλοντικά ζητήματα, η νέα ΚΓΠ ρίχνει ιδιαίτερο βάρος στις οικολογικές επιταγές. Η χρηματοδότηση, όπως και στο παρελθόν, εξαρτάται από τη συμμόρφωση προς την νομοθεσία της ΕΕ στους τομείς του περιβάλλοντος και του κλίματος. Επιπλέον, η μεταρρύθμιση προβλέπει διάφορες ανταμοιβές για πιο οικολογικές πρακτικές, τόσο στο πλαίσιο των άμεσων ενισχύσεων (με ένα νέο είδος στήριξης για οικολογικά μέτρα, τα «οικολογικά προγράμματα») όσο και στο πλαίσιο της αγροτικής ανάπτυξης.
Συν τοις άλλοις, οι μικρότερες γεωργικές εκμεταλλεύσεις και οι νέοι γεωργοί θεωρούνται δικαιούχοι των άμεσων ενισχύσεων κατά προτεραιότητα. Για πρώτη φορά, η ΚΓΠ περιλαμβάνει και δέσμευση για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Η μεταρρυθμισμένη ΚΓΠ έχει ως στόχο:
Οι κυριότερες πτυχές της πολιτικής είναι οι εξής:
Δικαιότερη κατανομή των ενισχύσεων
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η σταθερότητα και η προβλεψιμότητα, η εισοδηματική στήριξη εξακολουθεί να αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ΚΓΠ με ορισμένες αλλαγές, όπως οι εξής: