Η βόσκηση είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη των πυρκαγιών, τη μείωση των φορτίων καύσιμης ύλης, την τροποποίηση της βλάστησης και την υποβοήθηση της αποκατάστασης του οικοσυστήματος. 

Μειώνει τα εύφλεκτα υλικά και στηρίζει τη βιοποικιλότητα και τις αγροτικές οικονομίες.

Η ενσωμάτωση της βόσκησης στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών ενισχύει την ανθεκτικότητα έναντι των δασικών πυρκαγιών. 

Πώς λειτουργεί η βόσκηση στην πρόληψη των πυρκαγιών

Η βιώσιμη κτηνοτροφία είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της υγείας των οικοσυστημάτων και τη διατήρηση ορισμένων τοπίων, ιδίως μέσω της βόσκησης. Σε συγκεκριμένα τοπία, η βόσκηση έχει αναγνωριστεί ως αποτελεσματικός τρόπος μείωσης του κινδύνου δασικών πυρκαγιών, επειδή βοηθά στον έλεγχο της βιομάζας που μπορεί να τροφοδοτήσει πυρκαγιές (μειώνοντας τα φορτία καύσιμης ύλης).

 Η έρευνα δείχνει ότι όταν βόσκουν τα ζώα, τρώνε χόρτα και θάμνους που διαφορετικά θα χρησίμευαν ως καύσιμο για πυρκαγιές. Αυτό δημιουργεί ρήγματα στη βλάστηση και περιοχές με μικρότερη, λιγότερο πυκνή βλάστηση, γεγονός που μπορεί να επιβραδύνει την εξάπλωση των πυρκαγιών.

Επιπλέον, η βόσκηση μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στη φυτική κοινότητα που αναπτύσσεται, ευνοώντας εκείνες που είναι λιγότερο πιθανό να πάρουν φωτιά. Για παράδειγμα, η ανοιξιάτικη βόσκηση μπορεί να μειώσει τα χωροκατακτητικά ετήσια χόρτα και να προωθήσει τα αυτόχθονα. Αυτή η αλλαγή στους τύπους βλάστησης και η συνολική μείωση της καύσιμης ύλης μπορεί να μειώσει την ένταση και την ταχύτητα των πυρκαγιών, καθιστώντας τις περιοχές βόσκησης λιγότερο πιθανό να πυροδοτήσουν αναφλέξεις και ευκολότερη τη διαχείρισή τους εάν συμβούν.

Ωστόσο, είναι απαραίτητο να προσαρμοστεί η βόσκηση στη φέρουσα ικανότητα του οικοσυστήματος. Η υπερβόσκηση μπορεί να οδηγήσει σε υποβάθμιση και απώλεια βιοποικιλότητας, υπονομεύοντας την οικολογική ισορροπία και την υγεία του τοπίου. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να γίνεται προσεκτική διαχείριση των βιώσιμων πρακτικών βόσκησης, ώστε να αποτρέπεται η υπερβόσκηση και να διασφαλίζεται η διατήρηση των οφελών για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και την υγεία των οικοσυστημάτων.

Η ενσωμάτωση της βόσκησης στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, συμπεριλαμβανομένων των δασών, παράλληλα με άλλες στρατηγικές που βασίζονται στη φύση και παραδοσιακές στρατηγικές, όπως η προδιαγεγραμμένη καύση, προσφέρει μια φυσική και βιώσιμη προσέγγιση για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Επιπλέον, η βιώσιμη βόσκηση υποστηρίζει τη διαχείριση των οικοτόπων χορτολιβαδικών εκτάσεων που φιλοξενούν ποικίλη βιοποικιλότητα, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την αποκατάσταση του οικοσυστήματος μετά από πυρκαγιές.

Αποτελεσματική διαχείριση φορτίων καύσιμης ύλης

Η διαχείριση των φορτίων καύσιμης ύλης είναι απαραίτητη για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Τα φορτία καυσίμου αναφέρονται στην ποσότητα εύφλεκτου υλικού (βιομάζα), όπως ξηρά χόρτα, φύλλα και κλαδιά, σε μια περιοχή. Η αποτελεσματική διαχείριση της καύσιμης ύλης απαιτεί ολοκληρωμένες δεξιότητες και γνώσεις σχετικά με την κατανομή του φορτίου καυσίμου για τη διευκόλυνση των προδιαγεγραμμένων εγκαυμάτων και την ανάπτυξη αποτελεσματικών σχεδίων διαχείρισης δασικών πυρκαγιών. Οι πρακτικές αυτές πρέπει να ενσωματωθούν σε μακροπρόθεσμες στρατηγικές, υποστηριζόμενες από προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, προκειμένου να διατηρηθεί η αποτελεσματικότητά τους και να αποτραπεί η εκ νέου ανάπτυξη από την αύξηση του κινδύνου πυρκαγιάς.

Η βόσκηση ως βιώσιμη λύση

Σε αρκετές περιοχές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι κτηνοτρόφοι βόσκουν τα ζώα τους σε στρατηγικά καθορισμένες αντιπυρικές ζώνες. Αυτή η βόσκηση μειώνει την ποσότητα βλάστησης που θα μπορούσε ενδεχομένως να πιάσει φωτιά, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα δασικών πυρκαγιών κατά τη διάρκεια ακραίων καιρικών συνθηκών. Ο στόχος αυτής της προσέγγισης είναι να «διατηρηθούν» οι περιοχές που έχουν ήδη καθαριστεί από την κάλυψη των δέντρων, έτσι ώστε να λειτουργούν ως ζώνες καύσιμης ύλης.

Αυτή η μέθοδος όχι μόνο βοηθά στην αποτελεσματική διαχείριση των φορτίων καύσιμης ύλης, αλλά προωθεί επίσης τη βιώσιμη χρήση γης και υποστηρίζει τις αγροτικές οικονομίες. Η Κοινή Γεωργική Πολιτική (ΚΓΠ) στηρίζει τη βόσκηση μηρυκαστικών (όπως βοοειδή και αιγοπρόβατα) για τη διαχείριση της βιομάζας των χορτολιβαδικών εκτάσεων με σκοπό τη μείωση των κινδύνων πυρκαγιάς στις περισσότερες μεσογειακές χώρες της Ένωσης, όπου η δυναμική της κλιματικής αλλαγής αυξάνει τους κινδύνους τέτοιων φαινομένων. Η ενσωμάτωση πρακτικών βόσκησης στις στρατηγικές διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών θεωρείται φυσική και βιώσιμη μέθοδος για την πρόληψη των πυρκαγιών, με εκτεταμένα συστήματα βόσκησης που υποστηρίζουν τους στόχους πολιτικής της ΕΕ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και τη βιοποικιλότητα.

Ένα παράδειγμα αυτού είναι το έργο βιολογικής εκμετάλλευσης λόφων Tenuta Paganico στη νότια Τοσκάνη της Ιταλίας, το οποίο στοχεύει στην ενίσχυση των μεθόδων βόσκησης των ζώων αντιμετωπίζοντας παράλληλα αυτό το ζήτημα. Με τη στήριξη του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), το έργο συνέβαλε στην αποκατάσταση και τη διατήρηση παραμελημένων αντιπυρικών ζωνών, στον καθαρισμό νεκρών ξύλων και στην αραίωση δέντρων υψηλού κινδύνου. Τα αποτελέσματα περιελάμβαναν την εκκαθάριση 2,29 εκταρίων δάσους, την αποκατάσταση 5,82 εκταρίων αντιπυρικών ζωνών και τη δημιουργία πρόσθετων περιοχών σίτισης για τα ζώα. Αυτή η διττή προσέγγιση υποστηρίζει την υγεία του οικοσυστήματος και μειώνει τους μελλοντικούς κινδύνους πυρκαγιάς. 

Έργο GrazeLIFE

Ένα άλλο καλό παράδειγμα είναι το έργο GrazeLIFE, που υποστηρίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο έχει αποδείξει ότι η βόσκηση μπορεί να δημιουργήσει ρήγματα και ζώνες μικρότερης, λιγότερο πυκνής βλάστησης, διακόπτοντας έτσι τη συνέχεια της καύσιμης ύλης που χρειάζονται οι πυρκαγιές για να εξαπλωθούν γρήγορα. Επιπλέον, η βόσκηση επηρεάζει τη σύνθεση των φυτικών ειδών, ευνοώντας εκείνα που είναι λιγότερο επιρρεπή σε ανάφλεξη ή με χαμηλότερη ευφλεκτότητα, γεγονός που συμβάλλει στη μείωση της έντασης και της ταχύτητας των πυρκαγιών.

Έργο LIFE Montserrat

Το έργο LIFE Montserrat, που βρίσκεται στην ορεινή περιοχή Montserrat της Καταλονίας της Ισπανίας, αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των δασών και της βιοποικιλότητας μέσω μέτρων που βασίζονται στο οικοσύστημα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στη διαχείριση της βόσκησης. Καλύπτοντας 42.487 εκτάρια, με 64% δάσος και σημαντική ένταξη στο δίκτυο Natura 2000, η περιοχή αντιμετώπισε αυξημένους κινδύνους δασικών πυρκαγιών λόγω της συσσώρευσης φορτίου καυσίμων και της κλιματικής αλλαγής. Το έργο έχει υλοποιήσει ένα ολοκληρωμένο ολιστικό σχέδιο που ενσωματώνει τη βόσκηση και την αποκατάσταση των δασών σε μια σημαντική περιοχή. Τα επιτεύγματα περιλαμβάνουν τη μείωση της πυκνότητας των δασών, την αποκατάσταση ανοικτών οικοτόπων και τη δημιουργία κτηνοτροφικών μονάδων. Η βόσκηση περιόρισε αποτελεσματικά την εξάπλωση των πυρκαγιών, ενίσχυσε τη βιοποικιλότητα και στήριξε τις τοπικές οικονομίες. Το έργο δοκίμασε επίσης με επιτυχία την προδιαγεγραμμένη καύση, προωθώντας τη βιώσιμη διαχείριση της γης και την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη στην περιοχή.

Greek Wildfire Αξιολόγηση από ομοτίμους

Το πρόσφατα δημοσιευμένο Greek Wildfire Peer Review 2024 υπογραμμίζει τις δυνατότητες της βόσκησης ως κρίσιμου εργαλείου για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, ιδίως μέσω του ρόλου της στη διαχείριση της αύξησης της καύσιμης ύλης στις δασικές περιοχές. Με την ενσωμάτωση της βόσκησης στις πρακτικές δασικής διαχείρισης, προτείνεται η Ελλάδα να ενισχύσει τόσο την οικολογική ισορροπία όσο και τη μείωση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών. Η επανεξέταση τάσσεται υπέρ της επαναφοράς της βόσκησης, όχι μόνο ως στρατηγική διαχείρισης καυσίμων αλλά και ως μέσο στήριξης της αγροτικής βιοοικονομίας. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να αποφέρει οικονομικά οφέλη στις τοπικές κοινότητες, διατηρώντας παράλληλα βιώσιμα δασικά οικοσυστήματα.

Πώς μπορούν να επωφεληθούν τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες

Τα κράτη μέλη και οι περιφέρειες μπορούν να συμπεριλάβουν τη βόσκηση στις στρατηγικές τους για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, ενσωματώνοντάς την στα προγράμματά τους για τη διαχείριση των καυσίμων και την αγροτική ανάπτυξη. Τα κράτη μέλη μπορούν να σχεδιάσουν μια σειρά διαφορετικών παρεμβάσεων για τη στήριξη τέτοιων πρακτικών και να αφιερώσουν μέρος του προϋπολογισμού της ΚΓΠ σε συγκεκριμένα ποιμαντικά συστήματα. Η στήριξη των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων μηρυκαστικών μπορεί να είναι διαθέσιμη μέσω μέτρων που σχετίζονται με τη στήριξη του εισοδήματος, τα οικολογικά προγράμματα, τις γεωργοπεριβαλλοντικές παρεμβάσεις και τις πολιτικές αγροτικής ανάπτυξης.

Αυτές οι πολιτικές μπορούν να περιλαμβάνουν εργαλεία διαχείρισης κινδύνου, μεταφορά γνώσεων, συμβουλευτικές υπηρεσίες και πρωτοβουλίες συνεργασίας που συμβάλλουν στη μείωση του κινδύνου πυρκαγιών στο μέλλον. Επιπλέον, οι ενισχύσεις Natura 2000 στο πλαίσιο της ΚΓΠ μπορούν να αποζημιώσουν τους ιδιοκτήτες και τους χρήστες γης για τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν και το διαφυγόν εισόδημα λόγω των μέτρων διατήρησης, συνδέοντας τις αναγκαίες δράσεις διατήρησης με τη συγχρηματοδότηση της ΕΕ.

Αυτές οι προσεγγίσεις απαιτούν συνεργασία μεταξύ των διαχειριστών γης, των αγροτών, των τοπικών αρχών και των υπευθύνων χάραξης πολιτικής για να διασφαλιστεί ότι οι πρακτικές βόσκησης σχεδιάζονται και εφαρμόζονται αποτελεσματικά.

Με την υιοθέτηση και την προώθηση αυτής της βόσκησης ως βιώσιμης πρακτικής διαχείρισης της γης, οι περιφέρειες μπορούν να αναπτύξουν ανθεκτικότητα έναντι των δασικών πυρκαγιών και να συμβάλουν στην επίτευξη ευρύτερων περιβαλλοντικών και οικονομικών στόχων.