Οι προσβολές από την Μύγα Μεσογείου στα εσπεριδοειδή αρχίζουν με την ωρίμανση των καρπών (ξεθώριασμα πράσινου χρώματος). Περισσότερο επιδεκτικά αυτή την περίοδο είναι τα πρώιμα ομφαλοφόρα πορτοκάλια και τα πρώιμα μανταρίνια.
Ποικιλίες που ωριμάζουν αργότερα, μετά τον Νοέμβριο, στις αρχές του χειμώνα συνήθως αποφεύγουν την προσβολή διότι το έντομο παύει να είναι δραστήριο σε χαμηλές θερμοκρασίες.
Στο δίκτυο παγίδευσης καταγράφονται μέτριοι πληθυσμοί.
Συστήνεται έναρξη καταπολέμησης με εγκεκριμένα σκευάσματα.
Στις εφαρμογές τηρείτε αυστηρά τον αναγκαίο χρόνο αναμονής έως τη συγκομιδή για ασφαλή εξάλειψη υπολειμμάτων εντομοκτόνων στους καρπούς. Οι ψεκασμοί κάλυψης καταστρέφουν τα ωφέλιμα έντομα και επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Συλλογή και απομάκρυνση των προσβεβλημένων καρπών από το δέντρο και από το έδαφος βοηθάει στον περιορισμό των προσβολών.
Κορυφοξήρα
Μυκητολογική ασθένεια του ξύλου, καταστρεπτική λόγω αποξήρανσης των προσβεβλημένων δέντρων σε μικρό χρονικό διάστημα. Εκδηλώνεται αρχικά σε νεαρά κλαδιά με απότομο κιτρίνισμα των νευρώσεων των φύλλων, μάρανση και ξήρανση των φύλλων που πέφτουν στη συνέχεια αφήνοντας χαρακτηριστικά τους μίσχους πάνω στα κλαδιά. Η ξήρανση κλάδων και βραχιόνων προχωράει από την κορυφή προς τη βάση τους.
Στα αγγεία του προσβεβλημένου ξύλου σχηματίζεται πορτοκαλόχρωος έως καστανέρυθρος μεταχρωματισμός.
Μεγαλύτερη ευαισθησία παρουσιάζουν λεμονιές, κιτριές και νερατζιές. Άριστες συνθήκες ανάπτυξης νέων μολύνσεων είναι θερμοκρασίες 20-25οC με υγρό, ιδιαίτερα με βροχερό καιρό, μέσω πληγών - σημείων εισόδου του παθογόνου μύκητα που δημιουργούνται από αντίξοα καιρικά φαινόμενα όπως παγετός, χαλάζι, ισχυρός άνεμος ή από τα καλλιεργητικά εργαλεία.
Τα δένδρα είναι ευπαθή το φθινόπωρο και τον χειμώνα, λιγότερο την άνοιξη.
Συστήνεται ψεκασμός με χαλκούχα μυκητοκτόνα στις αμέσως επόμενες ημέρες. Κατά τη διάρκεια της βροχερής περιόδου η επέμβαση πρέπει να επαναλαμβάνεται αμέσως μετά από χαλάζι, παγετό ή δυνατό άνεμο για να εμποδιστούν νέες μολύνσεις.
Αποφεύγετε κλαδέματα και βαθιές εδαφοκατεργασίες κατά τη βροχερή περίοδο, ιδιαίτερα στις λεμονιές. Κλάδοι, κορμοί και ρίζες δεν πρέπει να τραυματίζονται με τις καλλιεργητικές εργασίες το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Πληγές που δημιουργούνται να προστατεύονται με εγκεκριμένα μυκητοκτόνα.
Κλαδέματα και καθαρισμοί των δέντρων συστήνονται την άνοιξη, κυρίως την ξηρή περίοδο Μαΐου-Σεπτεμβρίου με αφαίρεση, απομάκρυνση και καταστροφή των ξερών κλάδων μαζί με υγιές τμήμα μήκους 15-20 εκ.
Τα ξερά δέντρα να εκριζώνονται και να καίγονται.
Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στην επιλογή νέων δενδρυλλίων. Η χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού και ανεκτικών ή ανθεκτικών ποικιλιών λεμονιάς περιορίζουν την ασθένεια (Αδαμοπούλου, Καρυστινή, Ερμιόνη, Monachello, Santa Teresa, Interdonato).
Κομμίωση Λαιμού
Ασθένεια που προσβάλλει την περιοχή του λαιμού μέχρι το ύψος 60-80 εκ. από το έδαφος και τις επιφανειακές ρίζες. Η μόλυνση εκδηλώνεται με σχηματισμό κόμεος (κόλλας) πάνω στο φλοιό που διαχέεται και μέσα στο ξύλο και στο κάμβιο προκαλώντας ξήρανση και καταστροφή συχνά ολόκληρου του δέντρου. Ο φλοιός στο σημείο της προσβολής μοιάζει «βρεγμένος», αποκτά σκοτεινό χρώμα και εμφανίζει σκισίματα από όπου εκκρίνεται κόλλα. Συχνά παρουσιάζονται σήψεις στους καρπούς από μολύνσεις που γίνονται απευθείας από το έδαφος.
Τα προσβεβλημένα δέντρα, συνήθως μεμονωμένα ή κατά μήκος των αυλακιών άρδευσης, παρουσιάζουν καχεκτική βλάστηση, χλωρωτικά φύλλα, έντονη φυλλόπτωση και ξηραίνονται μέσα σε 2-3 έτη.
Οι φυτόφθορες είναι μύκητες εδάφους γι' αυτό οι μολύνσεις ευνοούνται από κακή στράγγιση, δυνατή βροχή ή βροχή που συνοδεύεται από ισχυρό άνεμο.
Ευπάθεια στην ασθένεια παρουσιάζουν κατά σειρά: λεμονιά, κιτριά, κλημεντίνη, πορτοκαλιά, μανταρινιά ενώ ανθεκτική είναι η νεραντζιά.
Οδηγίες: