Η ελληνική χλωρίδα  περιλαμβάνει περίπου 6.000 είδη φυτών, από τα οποία 1.005 είναι ενδημικά της Ελλάδας και από αυτά περίπου 894 είδη είναι σπάνια ή απειλούμενα.

Η γεωγραφική θέση, ο γεωφυσικός πλούτος και η έντονη εναλλαγή ανάγλυφου και κλιματικών τύπων της χώρας μας διαμόρφωσαν μία μεγάλη ποικιλία οικοσυστημάτων από τους ημιερημικούς του φοινικόδασους του Βάι στην Κρήτη μέχρι τους ψυχρόβιους των δασών της σημύδας, της δασικής πεύκης και της ερυθρελάτης στα βόρεια σύνορα της χώρας μας.

Βασικοί τύποι οικοσυστημάτων που απαντώνται στην Ελλάδα είναι:

  • θαλάσσια οικοσυστήματα,
  • λιμνοθάλασσες,
  • ύφαλοι,
  • παραλιακά έλη και αλίπεδα,
  • αλμυρές στέπες,
  • χαλικώδεις και αμμώδεις ακτές,
  • αμμοθίνες,
  • βραχώδεις ακτές,
  • ρέοντα ύδατα,
  • στάσιμα ύδατα,
  • τέλματα και έλη,
  • παραποτάμια δάση,
  • φρύγανα,
  • μακί,
  • ξηρά λιβάδια,
  • υγρολίβαδα,
  • αλπικοί και υποαλπικοί λιβαδικοί σχηματισμοί,
  • φυλλοβόλλα δάση,
  • Μεσογειακά δάση κωνοφόρων,
  • ορεινά δάση κωνοφόρων,
  • υποαλπικά δάση κωνοφόρων,
  • σκληροί δενδρώνες,
  • σάρες,
  • εσωτερικοί βραχώδεις σχηματισμοί,
  • εσωτερικά σπήλαια και
  • ηφαιστεικά πεδία.

Στην Ελλάδα σε κάθε χίλια τετραγωνικά χιλιόμετρα αναλογούν 42 είδη χλωρίδας, ποικιλία που μπορεί να συγκριθεί μόνο με αυτόν της χλωρίδας του Ακρωτηρίου της Νότιας Αφρικής, μίας περιοχής μοναδικής από άποψη χλωριδικής ποικιλότητας.

Αντίστοιχα, η Ελλάδα φιλοξενεί ιδιαίτερα πλούσια πανίδα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής ηπείρου, αναλογικά με την έκταση της, συνδυάζοντας είδη ευρωπαϊκής, ασιατικής και αφρικανικής προέλευσης.

Τα γνωστά είδη σπονδυλόζωων αριθμούν σε:

  • 116 θηλαστικά,
  • 422 πουλιά,
  • 60 ερπετά,
  • 20 αμφίβια,
  • 126 ψάρια γλυκού νερού,
  • 462 ψάρια θαλασσών

Συνολικός αριθμός 1206.

Για την προστασία του ιδιαίτερου αυτού φυσικού πλούτου έχει αναπτυχθεί ένα δίκτυο περιοχών με διαφορετικό καθεστώς προστασίας όπως τα εθνικά πάρκα και εθνικού δρυμοί, τα αισθητικά δάση, τα διατηρητέα μνημεία της φύσης, τα καταφύγια άγριας ζωής, οι υγρότοποι διεθνούς σημασίας (Σύμβαση Ραμσάρ), οι ζώνες ειδικής προστασίας, τόποι κοινοτικής σημασίας, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς κ.ά.

Ταυτόχρονα, αναπτύσσονται δράσεις όπως η Εθνική Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης για τη Βιοποικιλότητα, όπως και το θεσμικό πλαίσιο για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στην Ελλάδα.

Μετά τη συνάντηση και την υπογραφή της συνθήκης του “Ρίο” το 1992, ο όρος “βιοποικιλότητα” άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως και αναφέρεται από όλους, ειδικούς και μη, ως πανάκεια που λύνει όλα τα οικολογικά προβλήματα. Ο όρος ήταν γνωστός στην οικολογία πολύ πιο πριν από τη συνάντηση του Ρίο και χρησιμοποιόταν για να εκφράσει την ποικιλία των μορφών ζωής σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Παρά όμως την απλότητα και σαφήνεια του όρου, το περιεχόμενό του είναι μια από τις πλέον αφηρημένες και αμφιλεγόμενες έννοιες της οικολογίας. Ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει μία, αλλά πολλές βιοποικιλότητες, σε διάφορα επίπεδα οργάνωσης της ζωής και ότι δεν είναι ενιαίος ο τρόπος έκφρασης ή καλύτερα εκτίμησής της.

Πρακτικά, μπορούν να διακριθούν τέσσερα διαφορετικά επίπεδα βιοποικιλότητας, το καθένα από τα οποία έχει διαφορετική σημασία αλλά στην πράξη, αποτελεί κομμάτι αναπόσπαστο ενός ενιαίου συνόλου.

Το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο της γενετικής βιοποικιλότητας η οποία εκφράζει το εύρος των κληρονομικών καταβολών ενός συγκεκριμένου είδους.

Το δεύτερο επίπεδο βιοποικιλότητας είναι αυτό της βιοποικιλότητας των ειδών φυτών και ζώων η οποία εκφράζεται με τον αριθμό (πλήθος) των ειδών φυτών και ζώων που απαντούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Το τρίτο επίπεδο βιοποικιλότητας, γνωστό ως βιοποικιλότητα οικοσυστημάτων (ecosystems) ή τύπων φυσικών οικοτόπων (habitats), εκφράζεται με τον αριθμό (πλήθος) των συνδυασμών ειδών φυτών και ζώων που συναντώνται σε μια συγκεκριμένη περιοχή.

Το τέταρτο επίπεδο βιοποικιλότητας είναι εκείνο της βιοποικιλότητας των τοπίων, το οποίο εκφράζεται με τον αριθμό ή το πλήθος των τύπων τοπίων που εμφανίζονται σε μια περιοχή ή σε μια χώρα.