Το βαμβάκι είναι αροτραία καλλιέργεια η οποία χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή της κλωστικής ίνας. Ο βαμβακόσπορος, ο οποίος παραμένει μετά τον εκκοκκισμό, χρησιμοποιείται για την παραγωγή ελαίου για ανθρώπινη κατανάλωση και πλακούντων ελαιούχων σπόρων για ζωοτροφές.

 

Οι αρχαιότερες ενδείξεις για την καλλιέργεια του βαμβακιού προέρχονται από την Ινδία. Σε ανασκαφές που έγιναν βρέθηκαν υπολείμματα από υφάσματα και σχοινιά από βαμβάκι, που υπολογίστηκε ότι ανάγονται στο 3000 π.X.

Σύμφωνα με το ιστορικό που παρουσιάζει η Διεπαγγελματική Οργάνωση Βάμβακος, σρκετοί αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι το βαμβάκι αναπτυσσόταν στην Ινδία. Ο Ηρόδοτος κατά το 445 π.Χ. αναφέρει στην ιστορία του ότι «στην Ινδία φυτρώνουν άγρια δέντρα που παράγουν μαλλί πιο ωραίο και πιο εκλεκτό από το μαλλί των προβάτων. Από τα δέντρα αυτά οι Ινδοί εξασφαλίζουν τα ρούχα τους».

Το βαμβάκι επικράτησε της κάνναβης και του λιναριού, λόγω της κοντής του ίνας, εύκολης στην επεξεργασία από τις πρώτες κλωστοϋφαντουργικές μηχανές του 19ου αιώνα.

Η βιομηχανική επανάσταση στη Βρετανία κατά τον 19ο αιώνα, έδωσε μεγάλη ώθηση στην παραγωγή βαμβακιού, αφού τα υφάσματα της Βρετανίας άρχισαν να εξάγονται.

Οι ερευνητές συνδέουν συχνά τις περιόδους στην παγκόσμια ιστορία με ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα. Η ζάχαρη επηρέασε τον 18ο αιώνα και το πετρέλαιο καθόρισε τον 20ο αιώνα.

Τον 19ο αιώνα, λένε πολλοί ιστορικοί, το βαμβάκι “ανάδευε το σύμπαν”. Μεταφερόμενο από τη μία πλευρά του κόσμου στην άλλη, άνοιξε το δρόμο του παγκόσμιου εμπορίου που γνωρίζουμε σήμερα.

Αν και περίπου το 80% της παγκόσμιας παραγωγής προέρχεται από τη Βραζιλία, την Κίνα, την Ινδία, το Πακιστάν, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ουζμπεκιστάν, το βαμβάκι καλλιεργείται σε περισσότερες από 100 χώρες και παρέχει εισόδημα σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη, κάθε χρόνο, εδώ και αιώνες.

Η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή για το Βαμβάκι ICAC εκτιμά ότι: Ένας τόνος βαμβακιού παρέχει απασχόληση, όλο το χρόνο, σε 5-6 άτομα, συχνά σε μερικά από τα πιο φτωχά μέρη της γης.

Η καλλιέργεια του βαμβακιού στην Ελλάδα

Η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν άγνωστη στην αρχαία Ελλάδα. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Παυσανία κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα, με την ονομασία ‘’βύσσος’’.

Το όνομα βαμβάκι, το οποίο συναντάται για πρώτη φορά στη νομοθεσία του Ιουστινιανού, προέρχεται από τη λέξη βόμβυξ, με την οποία ονόμαζαν το μετάξι, που είχε προέλευση από την Ασία. Κατά την εποχή του Ιουστινιανού, γύρω στο 550 μ.Χ. η καλλιέργεια του βαμβακιού ήταν ευρύτατα διαδεδομένη.

Μετά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο η βαμβακοκαλλιέργεια άρχισε να αποκτά ισχύ στην Ελλάδα, κυρίως λόγω της αυξανόμενης ζήτησης που παρουσιάστηκε σε είδη ένδυσης, εξαιτίας του αποκλεισμού της Ευρωπαϊκής Αγοράς από τα μεγάλα κέντρα παραγωγής της Αμερικής.

Το 1911, το βαμβάκι καλλιεργείται σε 90.500 στρέμματα, τα οποία μετά από μια εικοσαετία περίπου ανήλθαν στα 200.000 στρέμματα.

Η ανοδική πορεία της βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα χωρίζεται σε δυο φάσεις:

⇒ Η πρώτη περιλαμβάνει τα έτη 1931 (έτος ίδρυσης του Ελληνικού Φορέα Βάμβακος) μέχρι το 1980, όπου η παραγωγή αυξήθηκε λόγω της αύξησης της απόδοσης ανά στρέμμα και της επέκτασης της καλλιεργούμενης γης.

⇒ Στη δεύτερη περίοδο, από το 1981 και μετά, η στρεμματική εξάπλωση της καλλιέργειας ήταν ο κύριος λόγος της αύξησης αυτής.

Η ανοδική πορεία της βαμβακοκαλλιέργειας στην Ελλάδα σταθεροποιήθηκε τα τελευταία χρόνια γύρω στα 2,5 εκατομμύρια στρέμματα, γεγονός που συνέβαλε να καταστεί το βαμβάκι η σημαντικότερη βιομηχανική καλλιέργεια της χώρας!

Καλλιεργείται κυρίως στη Θεσσαλία, στη Μακεδονία, στη Θράκη και σε κάποιες περιφερειακές ενότητες της Στερεάς Ελλάδας.

Το βαμβάκι απασχολεί πάνω από 46.000 καλλιεργητές (το 40% καλλιεργεί μόνο βαμβάκι) και έμμεσα άλλους 100.000 εργαζόμενους στις βιομηχανίες επεξεργασίας και μεταποίησης βαμβακιού. Σε ορισμένες περιοχές της χώρας αποτελεί τη μοναδική πηγή εισοδήματος για τους αγρότες.

Μετά την συγκομιδή το βαμβάκι οδηγείται στα εκκοκκιστήρια, τα οποία έχουν ως βασική δραστηριότητα να διαχωρίσουν τα συστατικά που βρίσκονται στην «κάψα» του βαμβακιού, δηλαδή τις ίνες από τους σπόρους.

Η ευρωπαϊκή πολιτική για το βαμβάκι

Σήμερα, το βαμβάκι παράγεται μόνο σε τρεις χώρες της ΕΕ σε περίπου 320.000 εκτάρια.

Η Ελλάδα είναι η κύρια χώρα βαμβακοκαλλιέργειας, καθώς διαθέτει το 80% των ευρωπαϊκών εκτάσεων βαμβακοκαλλιέργειας, και ακολουθεί η Ισπανία (κυρίως η περιφέρεια της Ανδαλουσίας), με μερίδιο 20%. Η Βουλγαρία παράγει βαμβάκι σε εκτάσεις μικρότερες από 1.000 εκτάρια.

Μολονότι το βαμβάκι αντιστοιχεί σε λιγότερο από το 0,2% της αξίας της ευρωπαϊκής γεωργικής παραγωγής, έχει μεγάλη σημασία για τις περιφέρειες των δύο κύριων χωρών παραγωγής της ΕΕ.

Οι ευρωπαϊκές εισαγωγές εκκοκκισμένου βαμβακιού μειώθηκαν απότομα τα τελευταία χρόνια. Η αγορά της ΕΕ είναι εντελώς ανοικτή, καθώς δεν υπάρχουν εισαγωγικοί δασμοί ή εξαγωγικές επιδοτήσεις για το βαμβάκι.

Οι ενισχύσεις για το βαμβάκι θεσπίστηκαν το 1981, με την προσχώρηση της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Έκτοτε, η ευρωπαϊκή πολιτική για το βαμβάκι έχει υποστεί πολλές μεταρρυθμίσεις.

Το ισχύον καθεστώς αποβλέπει στην προώθηση ενός ανταγωνιστικού, βιώσιμου και προσανατολισμένου στην αγορά τομέα βαμβακιού, τηρώντας παράλληλα τις δεσμεύσεις για την στήριξη της παραγωγής βαμβακιού σε περιφέρειες της Κοινότητας στις οποίες η καλλιέργεια αυτή είναι σημαντική για την αγροτική οικονομία.

⇒ Όπως και κάθε άλλος γεωργός, οι βαμβακοπαραγωγοί έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν αποσυνδεδεμένη εισοδηματική ενίσχυση για την τήρηση αυστηρών προτύπων όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος.

⇒ Επιπλέον, η ΕΕ χορηγεί ειδική ενίσχυση για το βαμβάκι, η οποία περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη βασική έκταση ανά χώρα της ΕΕ. Για να είναι επιλέξιμοι, οι γεωργοί οφείλουν να καλλιεργούν βαμβάκι μόνο σε εκτάσεις εγκεκριμένες από την οικεία χώρα της ΕΕ, χρησιμοποιώντας εγκεκριμένες ποικιλίες σπόρων και επιτυγχάνοντας πραγματική συγκομιδή βαμβακιού που να πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις ποιότητας. Σκοπός αυτής της ειδικής ενίσχυσης είναι να διασφαλίζεται η εξάλειψη κάθε κινδύνου διατάραξης της παραγωγής στις περιφέρειες βαμβακοπαραγωγής.

Για να βοηθηθεί ο τομέας του βαμβακιού στην ΕΕ να αποκτήσει οικονομική βιωσιμότητα, το 2009 ξεκίνησε ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης, το οποίο παρείχε τη δυνατότητα στήριξης της αποξήλωσης εκκοκκιστηρίων, επενδύσεων στην εκκοκκιστική βιομηχανία, συμμετοχής γεωργών σε καθεστώτα ποιότητας για το βαμβάκι, κ.λπ.

Αποφασίστηκε να δοθεί στα τετραετή ή οκταετή προγράμματα αναδιάρθρωσης η δυνατότητα να συνεχισθούν έως την ολοκλήρωσή τους, χωρίς να μπορούν να παραταθούν. Τα διαθέσιμα κεφάλαια από τα τετραετή προγράμματα ενσωματώθηκαν στα διαθέσιμα κεφάλαια της ΕΕ για τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης.